- πολυαρθρίτιδα
- [-ιτις (-ιδος)] η мед. полиартрит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυαρθρίτιδα — Ταυτόχρονη ή διαδοχική φλεγμονή πολλών μαζί αρθρώσεων. Η π., τις πιο πολλές φορές εκδηλώνεται σαν σύμπτωμα των ρευματισμών, γιατί τα συμπτώματα της οξείας π. μοιάζουν με εκείνα των ρευματισμών. Μερικές φορές εκδηλώνεται συνδυασμένη με διάφορα… … Dictionary of Greek
αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… … Dictionary of Greek
κολλαγονάση — η (βιοχ.) πρωτεολυτικό ένζυμο το οποίο ανακαλύφθηκε σε πάσχοντες από ρευματική πολυαρθρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collagenase < collagen (coll[a] < κόλλα) + gen (< γαλλ. gene < γενής < γένος < γίγνομαι) + ase… … Dictionary of Greek
σύνδρομο — (Ιατρ.). Το σύνολο των συμπτωμάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν κάποια νοσηρή κατάσταση, η οποία δεν αποτελεί κλασική ασθένεια. Γνωστό είναι το σ. του Μπρισό Σι κάρ (προσωπικός ημισπασμός με κινητικές διαταραχές των αντίστοιχων μελών). * * * το, Ν 1.… … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek